- υπορρινικός
- η , ό[ν] расположенный под носом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπορρινικός — ή, ό, Ν [υπόρρινος] ανατ. υπόρρινος … Dictionary of Greek
υπόρρινος — η, ο / ὑπόρρινος, ον, ΝΑ 1. υπορρινικός 2. κάπως έρρινος αρχ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑπόρρινα α) οι τρίχες τού μουστακιού β) συνεκδ. το μουστάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ρρινος (< ῥίς, ῥινός «μύτη»), πρβλ. ἐπί ρρινος] … Dictionary of Greek